συμπερασματικός

συμπερασματικός
η , ό[ν] относящийся к выводу, к заключению;

συμπερασματικός σύνδεσμος — грам, союз следствия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμπερασματικός" в других словарях:

  • συμπερασματικός — indicating the conclusion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικός — ή, ό / συμπερασματικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπέρασμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα νεοελλ. 1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις») 2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» σύνδεσμοι που… …   Dictionary of Greek

  • συμπερασματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει συμπέρασμα ή έχει σχέση με το συμπέρασμα: Ο σύνδεσμος «ώστε» εισάγει συμπερασματικές προτάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπερασματικά — συμπερασματικός indicating the conclusion neut nom/voc/acc pl συμπερασματικά̱ , συμπερασματικός indicating the conclusion fem nom/voc/acc dual συμπερασματικά̱ , συμπερασματικός indicating the conclusion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικόν — συμπερασματικός indicating the conclusion masc acc sg συμπερασματικός indicating the conclusion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικώτατον — συμπερασματικός indicating the conclusion masc acc superl sg συμπερασματικός indicating the conclusion neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικοῖς — συμπερασματικός indicating the conclusion masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικοῦ — συμπερασματικός indicating the conclusion masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικῆς — συμπερασματικός indicating the conclusion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματική — συμπερασματικός indicating the conclusion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικῶς — συμπερασματικός indicating the conclusion adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»